- αμυχιαίος
- ἀμυχιαῑος, -α, -ον (Α) [ἀμυχή]ο λίγο ξυσμένος, ελαφρά γρατσουνισμένος, επιπόλαιος, επιφανειακός, ξέσκουρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμυχιαῖα — ἀμυχιαῖος scratched slightly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυχή — η (Α ἀμυχή) επιπόλαιο τραύμα τού δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα αρχ. 1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή 2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό 3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν,… … Dictionary of Greek